κιστέρνα

κιστέρνα
και κινστέρνα, η (AM κιστέρνα, Μ και κινστέρνα)
υπόγεια δεξαμενή βρόχινων υδάτων, στέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. cisterna < αρχ. ελλ. κίστη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • истерна — цистерна , только др. русск. (Хожд. игум. Даниила 82). Из ср. греч. нов. греч. γιστέρνα, κιστέρνα от лат. cisterna; ср. Г. Майер, Ngr. Stud. 3, 30; Фасмер, Гр. сл. эт. 48 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κινστέρνα — η (Μ κινστέρνα) βλ. κιστέρνα …   Dictionary of Greek

  • στέρνα — (sterna). Νηκτικό πτηνό της οικογένειας της τάξης των στεγανοπόδων. Ανήκει στην οικογένεια των Λαριδών. Έχει μακρύ ράμφος, λεπτά και μάλλον κοντά πόδια και διαπεραστική φωνή. Τα πιο γνωστά είδη είναι η σ. η ερυθρόραμφη, η σ. η μικρή και η σ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”